Τα Χριστούγεννα και οι εορτασμοί του Δωδεκαήμερου δεν είναι απλώς γιορτές σημαντικές για τη χριστιανοσύνη, αλλά και για το λαϊκό μας πολιτισμό, μιας και συνοδεύονται από αρκετά ενδιαφέροντα εθιμικά δρώμενα.
Τρία στοιχεία συνθέτουν συνήθως τις λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων: το τρυφερό θρησκευτικό συναίσθημα, η αρχαία ελληνική καταγωγή και η επιδέξια προσαρμογή στις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτός ο σπουδαίος συνδυασμός φαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις και τα έθιμά μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του υπέροχου συνδυασμού βρίσκουμε στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα της υπαίθρου, όπου τα παιδιά ψάλλοντας εκτός του μηνύματος της Γέννησης επιμένουν και σε λεπτομέρειες του τρόπου ανατροφής του Θείου Βρέφους: “Γεννιέται κι΄ ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες...”
Με έθιμα και παραδόσεις, λοιπόν, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο, ετοιμάζονται όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού, την πρώτη μέρα του νέου χρόνου και τα Θεοφάνια. Πόλεις και χωριά στολίζονται, φωταγωγούνται, ντύνονται με μελωδίες και προετοιμάζονται για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Με το πέρασμα των χρόνων, αλλά με τις αλλαγές που έφερε η τεχνολογία και ο πολιτισμός κάποια παραδοσιακά ήθη και έθιμα ξεχάστηκαν, κάποιες παραδόσεις όμως εξακολουθούν να δίνουν ξεχωριστό χρώμα στις περιοχές που τις τηρούν ακόμα.
Ας κάνουμε μαζί ένα οδοιπορικό στην πατρίδα μας, για να θυμηθούμε κάποιες από τις ιστορίες των παππούδων μας και ας τις διηγηθούμε στα παιδιά μας, για να κρατήσουμε ζωντανό ένα μικρό κομμάτι της καταγωγής μας... Τότε που οι δίπλες χρυσοψήνονταν στο φούρνο του σπιτιού, μελώνονταν και πασπαλίζονταν με κανέλα και καρύδια... Τότε που τα μελομακάρονα ήταν αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα κι οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά… Τότε που άνοιγαν τα μπαούλα και έβγαιναν οι φλοκάτες οι γιορτινές και τα πλουμιστά υφαντά... Τότε που έμπαινε στο τζάκι το Χριστόξυλο και σιγόκαιγε ως το πρωί... Τότε που η γιαγιά σιγόβραζε τη νόστιμη κοτόσουπα, “που θα ’ταν φάρμακο, μετά τη νηστεία”... Τότε που ο παππούς έλεγε συνέχεια αστείες ιστορίες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, τα παθήματα και τις σκανταλιές τους...
Ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω και ας διηγηθούμε και εμείς ιστορίες στα παιδιά.
“Το Χριστόξυλο”
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου τόσο για εμάς τους μεγάλους όσο και για τα παιδιά είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο όμως αυτό ήρθε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωτάκια του μπήκε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Στη χώρα μας “πρόδρομος” του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή αλλιώς σκαρκάνζαλος. Επρόκειτο για ένα γερό και χοντρό ξύλο από αχλαδιά, αγριοκερασιά ή κάποιο άλλο αγκαθωτό δέντρο. Οι πρόγονοί μας προτιμούσαν τα αγκαθωτά δέντρα γιατί, κατά τη λαϊκή παράδοση, απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους μακριά από το σπίτι. Στα χωριά της βορείου Ελλάδας το χριστόξυλο μπορεί να ήταν το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που μπορεί και από το καλοκαίρι ακόμη να το είχαν ετοιμάσει για εκείνη τη νύχτα.
Οι χωρικοί τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων με σκοπό να καίει συνέχεια στη φωτιά από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Η φωτιά έπρεπε να είναι αναμμένη για δυο λόγους: για να ζεσταίνεται η Παναγία και ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ, αλλά και για να μένουν έξω από το σπίτι οι καλικάντζαροι, που εκείνες τις “αβάφτιστες ημέρες” τριγύριζαν πάνω στη γη γεμάτοι πονηριά.
Πριν ο άντρας του σπιτιού φέρει το χριστόξυλο στο σπίτι, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζε επιμελώς ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι. Στη Χίο, όταν ο άντρας του σπιτιού έφερνε το κούτσουρο στο σπίτι, το έριχνε στη μέση του δωματίου και η οικογένεια το έραινε με αμύγδαλα και καρύδια πριν το βάλει στο τζάκι.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού άναβε την καινούρια φωτιά και έβαζε στην πυροστιά το χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
Η νοικοκυρά μετά το τέλος των γιορτών κρατούσε τη στάχτη των ξύλων, γιατί θα προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Την ημέρα των Φώτων τη σκόρπιζε γύρω απ’ το σπίτι, τους στάβλους και τα χωράφια.
Τρία στοιχεία συνθέτουν συνήθως τις λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων: το τρυφερό θρησκευτικό συναίσθημα, η αρχαία ελληνική καταγωγή και η επιδέξια προσαρμογή στις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτός ο σπουδαίος συνδυασμός φαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις και τα έθιμά μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του υπέροχου συνδυασμού βρίσκουμε στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα της υπαίθρου, όπου τα παιδιά ψάλλοντας εκτός του μηνύματος της Γέννησης επιμένουν και σε λεπτομέρειες του τρόπου ανατροφής του Θείου Βρέφους: “Γεννιέται κι΄ ανατρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες...”
Με έθιμα και παραδόσεις, λοιπόν, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο, ετοιμάζονται όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού, την πρώτη μέρα του νέου χρόνου και τα Θεοφάνια. Πόλεις και χωριά στολίζονται, φωταγωγούνται, ντύνονται με μελωδίες και προετοιμάζονται για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Με το πέρασμα των χρόνων, αλλά με τις αλλαγές που έφερε η τεχνολογία και ο πολιτισμός κάποια παραδοσιακά ήθη και έθιμα ξεχάστηκαν, κάποιες παραδόσεις όμως εξακολουθούν να δίνουν ξεχωριστό χρώμα στις περιοχές που τις τηρούν ακόμα.
Ας κάνουμε μαζί ένα οδοιπορικό στην πατρίδα μας, για να θυμηθούμε κάποιες από τις ιστορίες των παππούδων μας και ας τις διηγηθούμε στα παιδιά μας, για να κρατήσουμε ζωντανό ένα μικρό κομμάτι της καταγωγής μας... Τότε που οι δίπλες χρυσοψήνονταν στο φούρνο του σπιτιού, μελώνονταν και πασπαλίζονταν με κανέλα και καρύδια... Τότε που τα μελομακάρονα ήταν αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα κι οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά… Τότε που άνοιγαν τα μπαούλα και έβγαιναν οι φλοκάτες οι γιορτινές και τα πλουμιστά υφαντά... Τότε που έμπαινε στο τζάκι το Χριστόξυλο και σιγόκαιγε ως το πρωί... Τότε που η γιαγιά σιγόβραζε τη νόστιμη κοτόσουπα, “που θα ’ταν φάρμακο, μετά τη νηστεία”... Τότε που ο παππούς έλεγε συνέχεια αστείες ιστορίες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, τα παθήματα και τις σκανταλιές τους...
Ας γυρίσουμε λίγο το χρόνο πίσω και ας διηγηθούμε και εμείς ιστορίες στα παιδιά.
“Το Χριστόξυλο”
Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου τόσο για εμάς τους μεγάλους όσο και για τα παιδιά είναι η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο όμως αυτό ήρθε στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες και τα φωτάκια του μπήκε σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Στη χώρα μας “πρόδρομος” του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή αλλιώς σκαρκάνζαλος. Επρόκειτο για ένα γερό και χοντρό ξύλο από αχλαδιά, αγριοκερασιά ή κάποιο άλλο αγκαθωτό δέντρο. Οι πρόγονοί μας προτιμούσαν τα αγκαθωτά δέντρα γιατί, κατά τη λαϊκή παράδοση, απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους μακριά από το σπίτι. Στα χωριά της βορείου Ελλάδας το χριστόξυλο μπορεί να ήταν το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που μπορεί και από το καλοκαίρι ακόμη να το είχαν ετοιμάσει για εκείνη τη νύχτα.
Οι χωρικοί τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων με σκοπό να καίει συνέχεια στη φωτιά από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Η φωτιά έπρεπε να είναι αναμμένη για δυο λόγους: για να ζεσταίνεται η Παναγία και ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ, αλλά και για να μένουν έξω από το σπίτι οι καλικάντζαροι, που εκείνες τις “αβάφτιστες ημέρες” τριγύριζαν πάνω στη γη γεμάτοι πονηριά.
Πριν ο άντρας του σπιτιού φέρει το χριστόξυλο στο σπίτι, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζε επιμελώς ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι. Στη Χίο, όταν ο άντρας του σπιτιού έφερνε το κούτσουρο στο σπίτι, το έριχνε στη μέση του δωματίου και η οικογένεια το έραινε με αμύγδαλα και καρύδια πριν το βάλει στο τζάκι.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού άναβε την καινούρια φωτιά και έβαζε στην πυροστιά το χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
Η νοικοκυρά μετά το τέλος των γιορτών κρατούσε τη στάχτη των ξύλων, γιατί θα προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Την ημέρα των Φώτων τη σκόρπιζε γύρω απ’ το σπίτι, τους στάβλους και τα χωράφια.
“Κλωνάρια στο τζάκι” και “Πάντρεμα της φωτιάς”
Επειδή η Ελλάδα ήταν κυρίως γεωργική χώρα, οι δραστηριότητες (σπορά, καλλιέργεια), αλλά και οι αγωνίες (αβέβαιος καιρός και συγκομιδή) του έλληνα γεωργού ήταν έντονες στα θρησκευτικά του έθιμα. Η φωτιά στο τζάκι μέσα στο καταχείμωνο μεγάλωνε το όνειρο της σοδειάς και πολλές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων είχαν γεωργικό χαρακτήρα.
Το “Πάντρεμα της φωτιάς” είναι μια παραλλαγή του Χριστόξυλου και η διαφορά τους έγκειται στο πλήθος των ξύλων που χρησιμοποιούσαν για τη φωτιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "πάντρευαν" τη φωτιά. Έπαιρναν, δηλαδή, ένα ξύλο που συμβόλιζε το νοικοκύρη (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε αρσενικό όνομα, π.χ. πλάτανος ή κέδρος) και ένα δεύτερο που συμβόλιζε τη νοικοκυρά (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε θηλυκό όνομα, π.χ. αγριοκερασιά) και τα “σταύρωναν” στο τζάκι. Όπου χρησιμοποιούσαν και τρίτο ξύλο (κυρίως στην Κέρκυρα), που μπορεί να συμβόλιζε π.χ. τον κουμπάρο, φρόντιζαν να επιλέξουν ένα διαφορετικό είδος ξύλου από τα δυο πρώτα. Συνήθως επέλεγαν ξύλα από αγκαθωτά δέντρα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων οι γυναίκες του σπιτιού καθάριζαν επιμελώς το τζάκι και την καμινάδα και το βράδυ τοποθετούσαν τα ξύλα “σταυρωμένα” και άναβαν τη φωτιά. Σε πολλά μέρη έριχναν στη φωτιά φυτά που όταν έπαιρναν φωτιά έκαναν θόρυβο, ενώ “σταύρωναν” τη φωτιά τρεις φορές ρίχνοντας πάνω της κόκκινο κρασί και λάδι. Σημαντικό ήταν, επίσης, ποιος θα ερχόταν πρώτος σε επαφή με την ιερή αυτή φωτιά. Πολλοί επέλεγαν ένα παιδί της οικογένειας που θεωρούσαν τυχερό και του έδιναν ένα μακρύ ραβδί για να την ανακατεύει. Την ώρα που την ανακάτευε, έλεγε και μια ευχή που αντιπροσώπευε την ελπίδα των αγροτών: “Πουλιά, κατσίκια, αρνιά, γρόσια”...
Στη Φθιώτιδα, το “Πάντρεμα της φωτιάς” γινόταν με δυο ξύλα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο νοικοκύρης του σπιτιού φρόντιζε να είναι ακριβώς ίδια και να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα δύο ξύλα συμβόλιζαν την αλλαγή της ημέρας, αλλά και την αλλαγή του χρόνου. Σε κάποιες άλλες περιοχές της Φθιώτιδας αυτό είχε αντικατασταθεί με το "σπούρνι". Ένα μικρό παιδί καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, έριχνε αλάτι πάνω στη φωτιά και έκανε διάφορες ευχές για την οικογένεια, για την υγεία, για τα σπαρτά, αλλά και τα ζώα. Αμέσως μετά, το μικρό παιδί έπαιρνε το πρώτο και καλύτερο κομμάτι "μπακλαβά", που είχε φτιάξει η νοικοκυρά.
Σε πολλά μέρη της ελληνικής υπαίθρου, οι χωρικοί έφερναν μέσα στο σπίτι το υνί και το αλέτρι και τα ακουμπούσαν πλάι στη φωτιά των Χριστουγέννων. Στη συνέχεια, έβαζαν πάνω στο υνί κάρβουνα και λιβάνι και, κρατώντας το στα χέρια, θυμιάτιζαν το σπίτι και τους στάβλους.
Στη Θεσσαλία, επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου, ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά από αγριοκερασιά. Τα μικρά αυτά κλαδιά των δέντρων αντιπροσώπευαν τις επιθυμίες τους για την πραγματοποίηση μιας όμορφης ζωής. Φρόντιζαν μάλιστα τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καιγόταν πρώτο, καθώς αυτό ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι αντίστοιχα, γιατί θα έδειχνε ποιο θα παντρευόταν πρώτο.
Στα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας, τα ξημερώματα των Χριστουγέννων συνήθιζαν να "αρραβωνιάζουν τη φωτιά". Τα νέα κορίτσια τοποθετούσαν στο τζάκι ένα πολύ μεγάλο ξύλο και εκείνη την ώρα, σύμφωνα με την παράδοση, ό,τι ζητούσαν μπορούσε να γίνει. Βεβαίως, αυτό που θα ζητούσαν έπρεπε να αφορά νέους και όχι παντρεμένους.
Τέλος, από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα οι χωρικοί έβαζαν 12 αδράχτια στο τζάκι, για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου